Παλαιοχώριον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Παλαιοχώριον | τὰ | Παλαιοχώρια | ||||
γενική | τοῦ | Παλαιοχωρίου | τῶν | Παλαιοχωρίων | ||||
δοτική | τῷ | Παλαιοχωρίῳ | τοῖς | Παλαιοχωρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Παλαιοχώριον | τὰ | Παλαιοχώρια | ||||
κλητική ὦ! | Παλαιοχώριον | Παλαιοχώρια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παλαιοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Παλαιοχώρι με συνθετικό -χώριον