Παλαιοχώριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Παλαιοχώριον | τὰ | Παλαιοχώρια | ||||
γενική | τοῦ | Παλαιοχωρίου | τῶν | Παλαιοχωρίων | ||||
δοτική | τῷ | Παλαιοχωρίῳ | τοῖς | Παλαιοχωρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Παλαιοχώριον | τὰ | Παλαιοχώρια | ||||
κλητική ὦ! | Παλαιοχώριον | Παλαιοχώρια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.oˈxo.ɾi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐χώ‐ρι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας, το Παλαιοχώρι με συνθετικό -χώριον