Πίτσιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Πίτσιον | τὰ | Πίτσια | ||||
γενική | τοῦ | Πιτσίου | τῶν | Πιτσίων | ||||
δοτική | τῷ | Πιτσίῳ | τοῖς | Πιτσίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Πίτσιον | τὰ | Πίτσια | ||||
κλητική ὦ! | Πίτσιον | Πίτσια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πίτσιον < → δείτε τη λέξη Πίτσι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.t͡si.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πί‐τσι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠίτσιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) χωριό της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Πίτσι