Πίστη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πίστη | οι | Πίστεις |
γενική | της | Πίστης* | των | Πίστεων |
αιτιατική | την | Πίστη | τις | Πίστεις |
κλητική | Πίστη | Πίστεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Πίστεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πίστη < πίστη / αρχαία ελληνική Πίστις
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πίστη θηλυκό