Πάγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πάγιος | οι | Πάγιοι |
γενική | του | Πάγιου | των | Πάγιων |
αιτιατική | τον | Πάγιο | τους | Πάγιους |
κλητική | Πάγιο | Πάγιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πάγιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.ʝos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐γιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠάγιος αρσενικό (θηλυκό Πάγιου)