Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Οἰχαλιεύς οἱ Οἰχαλιεῖς - Οἰχαλιῆς*
      γενική τοῦ Οἰχαλιέως τῶν Οἰχαλιέων
      δοτική τῷ Οἰχαλιεῖ τοῖς Οἰχαλιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Οἰχαλιέ τοὺς Οἰχαλιέᾱς
     κλητική ! Οἰχαλιεῦ Οἰχαλιεῖς - Οἰχαλιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Οἰχαλι1 ή Οἰχαλιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Οἰχαλιέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οἰχαλιεύς < Οἰχαλί(α) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Οἰχαλιεύς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία