Οἰταϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Οἰταϊκός | ἡ | Οἰταϊκή | τὸ | Οἰταϊκόν |
γενική | τοῦ | Οἰταϊκοῦ | τῆς | Οἰταϊκῆς | τοῦ | Οἰταϊκοῦ |
δοτική | τῷ | Οἰταϊκῷ | τῇ | Οἰταϊκῇ | τῷ | Οἰταϊκῷ |
αιτιατική | τὸν | Οἰταϊκόν | τὴν | Οἰταϊκήν | τὸ | Οἰταϊκόν |
κλητική ὦ! | Οἰταϊκέ | Οἰταϊκή | Οἰταϊκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Οἰταϊκοί | αἱ | Οἰταϊκαί | τὰ | Οἰταϊκᾰ́ |
γενική | τῶν | Οἰταϊκῶν | τῶν | Οἰταϊκῶν | τῶν | Οἰταϊκῶν |
δοτική | τοῖς | Οἰταϊκοῖς | ταῖς | Οἰταϊκαῖς | τοῖς | Οἰταϊκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | Οἰταϊκούς | τὰς | Οἰταϊκᾱ́ς | τὰ | Οἰταϊκᾰ́ |
κλητική ὦ! | Οἰταϊκοί | Οἰταϊκαί | Οἰταϊκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Οἰταϊκώ | τὼ | Οἰταϊκᾱ́ | τὼ | Οἰταϊκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | Οἰταϊκοῖν | τοῖν | Οἰταϊκαῖν | τοῖν | Οἰταϊκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οἰταϊκός < αρχαία ελληνική Οἴτη + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαΟἰταϊκός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) ο σχετικός με την Οίτη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Οἴτη
Πηγές
επεξεργασία- Οἰταϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.