ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Οἰταϊκός Οἰταϊκή τὸ Οἰταϊκόν
      γενική τοῦ Οἰταϊκοῦ τῆς Οἰταϊκῆς τοῦ Οἰταϊκοῦ
      δοτική τῷ Οἰταϊκ τῇ Οἰταϊκ τῷ Οἰταϊκ
    αιτιατική τὸν Οἰταϊκόν τὴν Οἰταϊκήν τὸ Οἰταϊκόν
     κλητική ! Οἰταϊκέ Οἰταϊκή Οἰταϊκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Οἰταϊκοί αἱ Οἰταϊκαί τὰ Οἰταϊκᾰ́
      γενική τῶν Οἰταϊκῶν τῶν Οἰταϊκῶν τῶν Οἰταϊκῶν
      δοτική τοῖς Οἰταϊκοῖς ταῖς Οἰταϊκαῖς τοῖς Οἰταϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς Οἰταϊκούς τὰς Οἰταϊκᾱ́ς τὰ Οἰταϊκᾰ́
     κλητική ! Οἰταϊκοί Οἰταϊκαί Οἰταϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Οἰταϊκώ τὼ Οἰταϊκᾱ́ τὼ Οἰταϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν Οἰταϊκοῖν τοῖν Οἰταϊκαῖν τοῖν Οἰταϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Οἰταϊκός < αρχαία ελληνική Οἴτη + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Οἰταϊκός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία