Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ολδεμβούργο τα Ολδεμβούργα
      γενική του Ολδεμβούργου των Ολδεμβούργων
    αιτιατική το Ολδεμβούργο τα Ολδεμβούργα
     κλητική Ολδεμβούργο Ολδεμβούργα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ολδεμβούργο < προσαρμοσμένο άμεσο δάνειο από τη γερμανική Oldenburg στο ελληνικό κλιτικό σύστημα + κατάληξη -ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ολδεμβούργο ουδέτερο