Ολγάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ολγάκι | τα | Ολγάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Ολγάκι | τα | Ολγάκια |
κλητική | Ολγάκι | Ολγάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ολγάκι < Όλγ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ολγάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ολγάκι
|