Ξανθιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ξανθιώτης αρσενικό (θηλυκό Ξανθιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Ξάνθη
Δείτε επίσης : ξανθιώτης |
Ξανθιώτης αρσενικό (θηλυκό Ξανθιώτισσα)