Ετυμολογία

επεξεργασία
İskeçeli < İskeçe + -li

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iscɛt͡ʃɛˈli/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

İskeçeli (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Ξανθιώτης, η Ξανθιώτισσα
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)