Νικόστρατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Νικόστρατος | οἱ | Νικόστρατοι |
γενική | τοῦ | Νικοστράτου | τῶν | Νικοστράτων |
δοτική | τῷ | Νικοστράτῳ | τοῖς | Νικοστράτοις |
αιτιατική | τὸν | Νικόστρατον | τοὺς | Νικοστράτους |
κλητική ὦ! | Νικόστρατε | Νικόστρατοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Νικοστράτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Νικοστράτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΝικόστρατος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Νικόστρατος
Πηγές
επεξεργασία- Νικόστρατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.