καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Νεοχωράκιον τὰ Νεοχωράκια
      γενική τοῦ Νεοχωρακίου τῶν Νεοχωρακίων
      δοτική τῷ Νεοχωρακί τοῖς Νεοχωρακίοις
    αιτιατική τὸ Νεοχωράκιον τὰ Νεοχωράκια
     κλητική ! Νεοχωράκιον Νεοχωράκια
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Νεοχωράκιον <  δείτε τη λέξη Νεοχωράκι
ΔΦΑ : /ne.o.xoˈɾa.ci.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νεοχωράκιον

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νεοχωράκιον ουδέτερο

Μεταγραφές

επεξεργασία