Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μύρεσι τα Μύρεσια
      γενική του Μυρεσίου των Μυρεσίων
    αιτιατική το Μύρεσι τα Μύρεσια
     κλητική Μύρεσι Μύρεσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μύρεσι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μύ‐ρε‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μύρεσι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 81 Α, 14 Μαΐου 1928