Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπουμπουλίνα οι Μπουμπουλίνες
      γενική της Μπουμπουλίνας των (Μπουμπουλίνων)
    αιτιατική την Μπουμπουλίνα τις Μπουμπουλίνες
     κλητική Μπουμπουλίνα Μπουμπουλίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπουμπουλίνα < Μπούμπουλης + κατάληξη θηλυκού -ίνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bu.buˈli.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπου‐μπου‐λί‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπουμπουλίνα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μπούμπουλης
    εναλλακτικές μορφές: Μπούμπουλη (άκλιτο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία