Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπούμπουλη < γενική ενικού του αρσενικού Μπούμπουλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbu.bu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπού‐μπου‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπούμπουλη θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία