Μπουγιουκάκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπουγιουκάκης < τουρκική büyük (μεγαλόσωμος), αναλύεται σε Μπουγιούκ(ας) + -άκης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπουγιουκάκης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μπουγιουκάκη)
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπουγιουκάκης σελ.85-86 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.