Μπιζανιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bi.zaˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπι‐ζα‐νιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπιζανιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπιζανιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Μπιζάνι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Μπιζάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπιζανιώτης
|