Μπεσχενιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπεσχενιώτης < Μπεσχέν(ι) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /be.sçeˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐σχε‐νιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπεσχενιώτης αρσενικό (θηλυκό Μπεσχενιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Μπεσχένι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Μπεσχένι
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπεσχενιώτης
|