Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μουσουνίτσα οι Μουσουνίτσες
      γενική της Μουσουνίτσας
    αιτιατική τη Μουσουνίτσα τις Μουσουνίτσες
     κλητική Μουσουνίτσα Μουσουνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μουσουνίτσα < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mu.suˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μου‐σου‐νί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μουσουνίτσα θηλυκό

  1. χωριό της Φωκίδας
  2. (παρωχημένο) Άνω: χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του χωριού Αθανάσιος Διάκος[1]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 5, 7 Ιανουαρίου 1959