Μοσχόπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μοσχόπολη | οι | Μοσχοπόλεις |
γενική | της | Μοσχόπολης* | των | Μοσχοπόλεων |
αιτιατική | τη | Μοσχόπολη | τις | Μοσχοπόλεις |
κλητική | Μοσχόπολη | Μοσχοπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Μοσχοπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μοσχόπολη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈsxo.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐σχό‐πο‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜοσχόπολη θηλυκό
- ιστορικός ορεινός οικισμός του νομού Κορυτσάς
- ※ Η Μοσχόπολη υπήρξε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο στα Βαλκάνια
- «Ο βλαχόφωνος Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου»@kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18
- ※ Η Μοσχόπολη υπήρξε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο στα Βαλκάνια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μοσχόπολη στη Βικιπαίδεια