↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μορφούλα οι Μορφούλες
      γενική της Μορφούλας
    αιτιατική τη Μορφούλα τις Μορφούλες
     κλητική Μορφούλα Μορφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μορφούλα < Ευμορφία, Μορφ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /moɾˈfu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μορ‐φού‐λα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μορφούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευμορφία