Μικροχωρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μικροχωρίτης < Μικροχώρ(ι) + -ίτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.xoˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μι‐κρο‐χω‐ρί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
Μικροχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Μικροχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Μικροχώρι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Μικροχώρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μικροχωρίτης
|