Δείτε επίσης: μιαρά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μιάρα
      γενική της Μιάρας
    αιτιατική τη Μιάρα
     κλητική Μιάρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μιάρα < αρωμουνική mḙari (μήλα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɲa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μιά‐ρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μιάρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία