Μεγαλοοικονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.i.koˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐γα‐λο‐οι‐κο‐νό‐μος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεγαλοοικονόμος αρσενικό (θηλυκό Μεγαλοοικονόμου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.