Μαυρηνόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαυρηνόρα | οι | Μαυρηνόρες |
γενική | της | Μαυρηνόρας | των | Μαυρηνορών |
αιτιατική | τη | Μαυρηνόρα | τις | Μαυρηνόρες |
κλητική | Μαυρηνόρα | Μαυρηνόρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαυρηνόρα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.vɾiˈno.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρη‐νό‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαυρηνόρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 269