↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μαρκομιχελάκειο τα Μαρκομιχελάκεια
      γενική του Μαρκομιχελάκειου
Μαρκομιχελακείου
των Μαρκομιχελάκειων
Μαρκομιχελακείων
    αιτιατική το Μαρκομιχελάκειο τα Μαρκομιχελάκεια
     κλητική Μαρκομιχελάκειο Μαρκομιχελάκεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαρκομιχελάκειο < από το επώνυμο του δωρητή Μαρκομιχελάκ(ης) + -ειο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maɾ.ko.mi.çeˈla.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρ‐κο‐μι‐χε‐λά‐κει‐ο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαρκομιχελάκειο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία