Μαριολάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαριολάτα | οι | Μαριολάτες |
γενική | της | Μαριολάτας | των | Μαριολάτων |
αιτιατική | τη | Μαριολάτα | τις | Μαριολάτες |
κλητική | Μαριολάτα | Μαριολάτες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαριολάτα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maɾ.ʝoˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ριο‐λά‐τα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαριολάτα θηλυκό