Μαλεσίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαλεσίνα | οι | Μαλεσίνες |
γενική | της | Μαλεσίνας | των | Μαλεσίνων |
αιτιατική | τη | Μαλεσίνα | τις | Μαλεσίνες |
κλητική | Μαλεσίνα | Μαλεσίνες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαλεσίνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.leˈsi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐λε‐σί‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαλεσίνα θηλυκό