Μαγκουφάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαγκουφάνα | οι | Μαγκουφάνες |
γενική | της | Μαγκουφάνας | — | |
αιτιατική | τη | Μαγκουφάνα | τις | Μαγκουφάνες |
κλητική | Μαγκουφάνα | Μαγκουφάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαγκουφάνα < παραφθορά του επώνυμου Μαγκαφάς• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maŋ.ɡuˈfa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐γκου‐φά‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαγκουφάνα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαγκουφάνα