Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαγκουφάνα οι Μαγκουφάνες
      γενική της Μαγκουφάνας
    αιτιατική τη Μαγκουφάνα τις Μαγκουφάνες
     κλητική Μαγκουφάνα Μαγκουφάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαγκουφάνα < παραφθορά του επώνυμου Μαγκαφάς• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maŋ.ɡuˈfa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐γκου‐φά‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαγκουφάνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων και πόλεων, ΦΕΚ Α 16, 19 Φεβρουαρίου 1960