Μέρσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέρσα | οι | Μέρσες |
γενική | της | Μέρσας | — | |
αιτιατική | τη | Μέρσα | τις | Μέρσες |
κλητική | Μέρσα | Μέρσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Μέρσα < Μυρσίνη