Μέρσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέρσα | οι | Μέρσες |
γενική | της | Μέρσας | — | |
αιτιατική | τη | Μέρσα | τις | Μέρσες |
κλητική | Μέρσα | Μέρσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μέρσα < Μυρσίνη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μέρσα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μέρσα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μέρσα < μεταγραφή για την αμχαρική መርሳ (Märsa)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέρσα | ||
γενική | της | Μέρσας | ||
αιτιατική | τη | Μέρσα | ||
κλητική | Μέρσα | |||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Μεταγραφή επεξεργασία
Μέρσα θηλυκό, μόνο στον ενικό