πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μέρσα οι Μέρσες
      γενική της Μέρσας
    αιτιατική τη Μέρσα τις Μέρσες
     κλητική Μέρσα Μέρσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Μέρσα < Μυρσίνη

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μέρσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Μεταγραφή

επεξεργασία

Μέρσα θηλυκό, μόνο στον ενικό