Λούμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λούμπα | οι | Λούμπες |
γενική | της | Λούμπας | — | |
αιτιατική | τη | Λούμπα | τις | Λούμπες |
κλητική | Λούμπα | Λούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λούμπα < λούμπα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlu.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λού‐μπα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛούμπα θηλυκό