Δείτε επίσης: λούμπα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λούμπα οι Λούμπες
      γενική της Λούμπας
    αιτιατική τη Λούμπα τις Λούμπες
     κλητική Λούμπα Λούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λούμπα < λούμπα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlu.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λού‐μπα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λούμπα θηλυκό

  1. οικισμός της Αττικής
  2. γυναικείο όνομα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία