Λουτρόπυργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λουτρόπυργος | οι | Λουτρόπυργοι |
γενική | του | Λουτρόπυργου & Λουτροπύργου |
των | Λουτρόπυργων & Λουτροπύργων |
αιτιατική | τον | Λουτρόπυργο | τους | Λουτρόπυργους & Λουτροπύργους |
κλητική | Λουτρόπυργε | Λουτρόπυργοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /luˈtɾo.piɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λου‐τρό‐πυρ‐γος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λουτρόπυργος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λουτρόπυργος