Λουραντιάνικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λουραντιάνικα | ||
γενική | των | Λουραντιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Λουραντιάνικα | ||
κλητική | Λουραντιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lu.ɾanˈdça.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λου‐ρα‐ντιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛουραντιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Λουραντιάνικα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά τοπωνύμια. Ιστορική γεωγραφία των Κυθήρων, (Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, 2011)