Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λουράντος οι Λουράντοι
      γενική του Λουράντου των Λουράντων
    αιτιατική τον Λουράντο τους Λουράντους
     κλητική Λουράντο Λουράντοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λουράντος < ιταλική Lorando ή Lunardo[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /luˈɾan.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λου‐ρά‐ντος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λουράντος αρσενικό (θηλυκό Λουράντου)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.