Λιδορίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λιδορίκης < Λιδορίκ(ι) + -ης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ðoˈɾi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λι‐δο‐ρί‐κης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛιδορίκης αρσενικό (θηλυκό Λιδορίκη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ανδριώτης, Ν. (15 Ιουνίου 1944), «Λιδορίκι και Λιδορίκης», Νέα Εστία, τόμος 35, τεύχος 409, σελ. 601