Λιβύσσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Λιβύσσι | τα | Λιβύσσια |
γενική | του | Λιβυσσίου | των | Λιβυσσίων |
αιτιατική | το | Λιβύσσι | τα | Λιβύσσια |
κλητική | Λιβύσσι | Λιβύσσια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λιβύσσι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /liˈvi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λι‐βύσ‐σι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λιβύσσι ουδέτερο