↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λασκαρίνα οι Λασκαρίνες
      γενική της Λασκαρίνας
    αιτιατική τη Λασκαρίνα τις Λασκαρίνες
     κλητική Λασκαρίνα Λασκαρίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λασκαρίνα < Λάσκαρ(ης) + -ίνα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /la.skaˈɾi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐σκα‐ρί‐να

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λασκαρίνα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία