Λασκαρίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λασκαρίνα | οι | Λασκαρίνες |
γενική | της | Λασκαρίνας | — | |
αιτιατική | τη | Λασκαρίνα | τις | Λασκαρίνες |
κλητική | Λασκαρίνα | Λασκαρίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λασκαρίνα < Λάσκαρ(ης) + -ίνα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.skaˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐σκα‐ρί‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛασκαρίνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα στη Βικιπαίδεια (1771-1825), Ελληνίδα αγωνίστρια της Επανάστασης του 1821
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λασκαρίνα
|