Λασκαρινιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λασκαρινιώ | ||
γενική | της | Λασκαρινιώς | ||
αιτιατική | τη | Λασκαρινιώ | ||
κλητική | Λασκαρινιώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λασκαρινιώ < Λασκαρίνα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.ska.ɾiˈɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐σκα‐ρι‐νιώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛασκαρινιώ θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.