Λαζογερμανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΛαζογερμανός αρσενικό (θηλυκό Λαζογερμανίδα)
- (πατριδωνυμικό, μειωτικό) υποτιμητικός χαρακτηρισμός με μορφή τοπωνυμικού παρωνυμίου για Πόντιο μετανάστη στη Γερμανία (που κατονομάζεται χλευαστικά Λαζός)
- ※ Από την ίδια οδό κατεβαίνουν αστικοποιημένοι Τσιγγάνοι, Δυτικομακεδόνες, Θρακιώτες, “Λαζογερμανοί”, μέτοικοι από Κιλκίς μεριά, Βυρώνεια και Σιδηρόκαστρο, εμέσεις της εμφύλιας σύρραξης και της μεταπολεμικής μιζέριας από τη μακεδονική επαρχία
- Χρίστος Ν. Ζαφείρης (1990) Θεσσαλονίκης τοπιογραφία. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. greek-language.gr
- ※ «Κυκλοφορούσαν εκείνα τα απαίσια ανέκδοτα εναντίον μας για τον τρόπο, με τον οποίο οδηγούν οι ‘Λαζογερμανοί’ […], υπήρχε δηλαδή ένας ρατσισμός που υπόβοσκε στην ελληνική κοινωνία και ο οποίος εκδηλωνόταν μ’ αυτόν τον τρόπο»
- μαρτυρία του μετανάστη Θεόδωρου Γαβρά, όπως παρατίθεται στο δημοσίευμα «Γκασταρμπάιτερ: Οι Έλληνες μετανάστες μιλούν για τον ρατσισμό», tvxs.gr (22 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου 2011)· πρόσβαση: 2020-05-22
- ※ Από την ίδια οδό κατεβαίνουν αστικοποιημένοι Τσιγγάνοι, Δυτικομακεδόνες, Θρακιώτες, “Λαζογερμανοί”, μέτοικοι από Κιλκίς μεριά, Βυρώνεια και Σιδηρόκαστρο, εμέσεις της εμφύλιας σύρραξης και της μεταπολεμικής μιζέριας από τη μακεδονική επαρχία
Άλλες γραφές
επεξεργασία- λαζογερμανός
- Λαζοdeutsch, λαζοdeutsch (διαδικτυακή αργκό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λαζογερμανός
|