εμέσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εμέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμώ
- θα εμέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εμέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έμεση