έμεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έμεση | οι | εμέσεις |
γενική | της | έμεσης* | των | εμέσεων |
αιτιατική | την | έμεση | τις | εμέσεις |
κλητική | έμεση | εμέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έμεση < αρχαία ελληνική ἔμεσις
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαέμεση θηλυκό
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έμεση
|