• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

έμεση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Ομώνυμα / Ομόηχα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έμεση οι εμέσεις
      γενική της έμεσης* των εμέσεων
    αιτιατική την έμεση τις εμέσεις
     κλητική έμεση εμέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έμεση < αρχαία ελληνική ἔμεσις

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.me.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έμεση θηλυκό

  • (ιατρική) ο εμετός (η ενέργεια)

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία
  • έμμεση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    έμεση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έμεση&oldid=5470544"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:43

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:43.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας