↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λέτα οι Λέτες
      γενική της Λέτας
    αιτιατική τη Λέτα τις Λέτες
     κλητική Λέτα Λέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Λέτα < περικοπή του Νικολέτα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λέτα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Λέτα < (μεταγραφή) ιταλική Letta

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Λέτα αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία