Λέρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λέρος | ||
γενική | της | Λέρου | ||
αιτιατική | τη | Λέρο | ||
κλητική | Λέρε (Λέρο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λέρος < αρχαία ελληνική Λέρος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈle.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λέ‐ρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛέρος θηλυκό
- νησί των Δωδεκανήσων, βόρεια της Κάλυμνου, νότια της Πάτμου και δυτικά της Τουρκίας
- νησίδα του Σαρωνικού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Λέρος | ||
γενική | τῆς | Λέρου | ||
δοτική | τῇ | Λέρῳ | ||
αιτιατική | τὴν | Λέρον | ||
κλητική ὦ! | Λέρε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΛέρος θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Λέρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.