Λάρητες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Λάρητες | ||
γενική | των | Λαρήτων | ||
αιτιατική | τους | Λάρητες | ||
κλητική | Λάρητες | |||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λάρητες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Λάρητες < λατινική Lares
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάρητες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ρωμαϊκή μυθολογία) κατώτερες θεότητες της ρωμαϊκής μυθολογίας που προστάτευαν διάφορους τομείς της ζωής των Ρωμαίων
- ※ Aλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει / των Aηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο / τι ανήσυχοι που είν’ οι Λάρητές του. / Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί, / και προσπαθούν τ’ ασήμαντά των σώματα να κρύψουν. / Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή, / θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει, / βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά. / Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες, / μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται, / ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά, / ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλον πέφτει / γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη, / τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λάρητες < (άμεσο δάνειο) λατινική Lares • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάρητες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- (ρωμαϊκή μυθολογία) κατώτερες θεότητες
Πηγές
επεξεργασία- Λάρητες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.