Κωσταλέξης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κωσταλέξης | οι | Κωσταλέξηδες |
γενική | του | Κωσταλέξη | των | Κωσταλέξηδων |
αιτιατική | τον | Κωσταλέξη | τους | Κωσταλέξηδες |
κλητική | Κωσταλέξη | Κωσταλέξηδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κωσταλέξης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.staˈle.ksis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κω‐στα‐λέ‐ξης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚωσταλέξης αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κωσταλέξης