Κυδαθήναιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κυδαθήναιο | ||
γενική | του | Κυδαθηναίου & Κυδαθήναιου | ||
αιτιατική | το | Κυδαθήναιο | ||
κλητική | Κυδαθήναιο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυδαθήναιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κυδαθήναιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈðaˈθi.ne.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐δα‐θή‐ναι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυδαθήναιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κυδαθήναιο