Κρισαϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
Κρισαϊκός, -ή, -όν
- ο σχετικός με την πόλη Κρῖσα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κρῖσα
Πηγές επεξεργασία
- Κρῖσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012