Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κριεκούκης οι Κριεκούκηδες
      γενική του Κριεκούκη των Κριεκούκηδων
    αιτιατική τον Κριεκούκη τους Κριεκούκηδες
     κλητική Κριεκούκη Κριεκούκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κριεκούκης < αρβανίτικη krye (κεφάλι) + -kuqi (κόκκινος) (κοκκινοκέφαλος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.eˈku.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρι‐ε‐κού‐κης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κριεκούκης αρσενικό (θηλυκό Κριεκούκη)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία