Κουτσούκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κουτσούκας < παρωνύμιο στην οθωμανική τουρκική , στα τουρκικά küçük (μικρός σε μέγεθος, νεότερος σε ηλικία) και ως επώνυμο Küçük (Κιουτσιούκ, Κιουτσούκ, Κουτσούκ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈt͡su.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐τσού‐κας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουτσούκας αρσενικό (θηλυκό Κουτσούκα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Κουτσούκος