Κουταλιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.ta.ʎaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐τα‐λια‐νός
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουταλιανός αρσενικό (θηλυκό Κουταλιανή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Κούταλη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Κούταλη
- Κουταλιανός (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κουταλιανός
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Κουταλιανός < πατριδωνυμικό Κουταλιανός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουταλιανός αρσενικό (θηλυκό Κουταλιανού)